Παρασκευή 15 Δεκεμβρίου 2006

Ερώτων δρόμοι...


Οι μακρινοί προορισμοί θέλουν ψυχή
θέλουν απόφαση μεγάλη και θυσία
να μη σε πνίγει της φυγής η ενοχή
μόνο να χάνεσαι στου ‘θέλω’ την ουσία....

γιατί αυτή το ξέρω είναι η ουσία...


Ρ Ερώτων δρόμοι σκοτεινοί
και μονοπάτια
μη ψάχνεις φώτα στη σκηνή
κλείσε τα μάτια...
Ερώτων δρόμοι σκοτεινοί
κορμιά και χάδια
μα πάντα αυτοί,
οι μακρινοί μένουν σημάδια...


Οι μακρινοί προορισμοί είναι κοντά
είναι στο σώμα σου κρυμμένοι και κοιμούνται
κι όταν ο Έρωτας αστράφτει και βροντά
βλέπουν το δρόμο τους ξανά και τον θυμούνται...

μα δεν τον ξέχασαν ποτέ γι’αυτό θυμούνται...

Πέμπτη 14 Δεκεμβρίου 2006

Αυτή π'αγάπησες...




Έχω σιωπή και συννεφιά μες στη ψυχή μου
μα όσο παράξενο κι αν είναι,μου αρέσει...
Θέλω να φτάσω στο μηδέν την αντοχή μου
και ν’αναγκάσω τη χαρά μου να πονέσει!

Να πέσει η νύχτα να χαθώ μες στο σκοτάδι
ψυθιριστά να με φωνάζει κι ο Θεός μου
και ένα στα τόσα που μου έμειναν,σημάδι
να μαρτυράει πως για πάντα είσαι δικός μου...

Μα εσύ μην έρθεις να μιλήσεις στο κενό μου
κομμάτια θέλω να κοπώ και να ματώσω...
Όσα θυμίζουν τον παλιό τον εαυτό μου
να τα ξεχάσω και μετά να με σκοτώσω...

Κι αν έχεις δύναμη και θες να μ’αντικρύσεις
πρέπει ν’ αντέξεις να με δεις χωρίς φτιασίδια
στ’αληθινά μου,πλάτη όμως μη γυρίσεις
αυτή π’αγάπησες και εγώ,είμαστε η ίδια!

Αν σ'αγαπήσω πιο πολύ...


Αν σ’αγαπήσω πιο πολύ που θα με βγάλει
κι αν δεν σε έχω πώς θα είμαι αληθινή;
Αυτή τη νύχτα μια εμμονή που αμφιβάλλει
όχι για σένα,μα αν είμαι ζωντανή!


Αν σ’αγαπήσω πιο πολύ πώς θα αντέξω
κι αν δεν μ’αγγίζεις πώς θα είμαι δυνατή;
Απ’του μυαλού τη λογική σ’αφήνω έξω
καίω και καίγομαι στης νύχτας τα γιατί...


Αν σ’αγαπήσω πιο πολύ ως που θα φτάσω
κι αν δε μιλήσεις πώς θα σπάσει η σιωπή;
Μην πεις ποτέ πως κάποια μέρα θα σε χάσω
και μη ζητάς από το χάδι να το πει...


Αν σ’αγαπήσω πιο πολύ ως που θα πάω
κι αν δεν υπάρχεις ποιός θα μ’έχει αγκαλιά;
Θέλω να έρθω να σου πω πως σ’αγαπάω
μα θωρακίζομαι δειλά στη σιγαλιά.


Αν σ’αγαπήσω πιο πολύ ως το φεγγάρι
θα μου ανοίξεις ένα δρόμο για να ‘ρθω;
Για σένα μου ‘κανε η νύχτα αυτή,τη χάρη
μ’ασήμι φώτισε το μαύρο να σε βρώ...

Με στόμα που τρέμει...


Καθώς τυλίγομαι σεντόνι στο κορμί σου
κάθε σου μόριο γυμνό για να καλύψω
θέλω να γίνω ένα φράγμα στην ορμή σου
και πόσο αντέχεις τη σιωπή,ν’ανακαλύψω...

Κι αφού μ’αρέσει να μην ξέρω την αλήθεια
γιατί πονάει με την τόση ομορφιά της
θα υποτάξω το μυαλό με παραμύθια
και θα ‘ρθω δίπλα σου να πέσω στα καρφιά της...

Να σε κοιτάξω με δυο μάτια που δεν είδες,
να σε φιλήσω μ’ένα στόμα που θα τρέμει
κι αργά να πέφτουν οι αμαρτίες σαν κηλίδες
όταν μας παίρνουνε στη δίνη τους οι ανέμοι...

Γιατί οι αγάπες οι μεγάλες που γεννιούνται
κι αν τις σκοτώσεις,ζωντανές για πάντα μένουν
στο φως της μέρας όσα νιώθουνε αρνιούνται
μα κάθε νύχτα σαν φεγγάρια ανασταίνουν...

Ο παραβάτης της ζωής...



Το σώμα αυτό το σκοτεινό ποιός να το έψαξε
και τι γυρεύοντας στο μαύρο του να μάθει
τόσα σκιρτήματα και πόθους μέσα έθαψε
μήπως αγάπης συμφορά ποτέ του πάθει...

Βογγάει μόνο και κρυμμένο στην κατάντια του
στων ξεχασμένων παραδείσων το κιτάπι
μα αυτό που τόσο λαχταράει μες τα μάτια του
φέγγει παράξενα στης λήθης το γινάτι...

Εκεί στο ξέφωτο του ονείρου που αφέθηκε
κάνει μετάνοιες και τάμα στο Θεό του
έτσι απλά είπε θα φύγει κι όμως δέθηκε
μ'αυτό το κάτι που δε νόμιζε δικό του...

Παίρνοντας πάλι την ευθύνη για το είναι του
γελά χλευάζοντας αυτά που έχει χάσει:
''Τίποτα όμορφο δε ζει μετά το γίνε του
και εγώ τη λέξη ομορφιά έχω ξεχάσει...''

Ξαπλώνοντας ξανά πάνω στις στάχτες του
μεθά τη θλίψη του με ψέμα κι αυταπάτη
περνά ανέπαλα η παράνοια τους φράκτες του,
-στερνή σου νύχτα της ζωής σου παραβάτη-...

Ανάμνηση...


Θολή ανάμνηση του χθές που με ζαλίζεις
μια άλλη Εγώ στη θάλασσα σου κολυμπούσα,
μια άλλη ύπαρξη που πια δεν με ορίζεις
γυμνή απο όλα τα όνειρα μου που φορούσα...

Απο μακριά,για το καλό μου,σ' αγναντεύω
τόσο καθάρια και γαλήνια που φοβάμαι
φοβάμαι μήπως εισ' εκείνο που γυρεύω
που μια ζωή μ'έχει απ'το κρίμα στο λυπάμαι...

Αυτή η κατάντια όλο γυρνά και με τυλίγει
απο καιρό λογαριαζόμουν ξεγραμμένη
όσοι αλήθεια μ'αγαπάνε είναι λίγοι
πάνω στη χούφτα μου τη μια χαρακωμένοι...

Τώρα τι μένει απ'τα λίγα που ζητούσα
χρόνια ερείπια του πριν μου αυταπάτες
εσύ το ξέρεις πιο καλά πως αν μπορούσα
θα σε μισούσα και θα ζούσα τις αγάπες...

Της θάλασσας αερικό...

Σαλεύουνε τα κύμματα στην τόση απλωσιά σου
και ρεύματα υπόγεια ζαλίζουν τον βυθό
κι όλα τα μπλέ,τα γκρίζα σου μα και τα θαλασσιά σου
με προσκαλούν με χρώματα δικά σου να ντυθώ...

Μπλέκει το μπλέ σου φόρεμα και νυχτικό το γκρίζο,
το θαλασσί αόρατο μανδύα να φορώ
να ντύνομαι τα πάθη σου και να σε σεργιανίζω
αερικό που μ’αλμυρό γιατρεύεται νερό...

Μου λες σου φύγαν έρωτες γι’αυτό και αγριεύεις
γι’αυτό δέρνεις και δέρνεσαι χωρίς αναπαμό
θέλεις όσους αγάπησαν με δάκρυ να παιδεύεις
και μ’ένα μόνο νεύμα σου τους στέλνεις στο χαμό...

Αγαπημένη μου μην κλαίς,ξεχνιούνται τα φεγγάρια
οι πόθοι,τα αγγίγματα,οι αναστεναγμοί
μισοσβησμένα μένουνε στη θύμηση σου χνάρια,
κοπάζουνε με τον καιρό στα στήθια οι λιγμοί...

Στο μονοπάτι τ’άσπρου σου αφρού σιγοπατώντας
μονολογώ για χάρη σου με στόμα δανεικό,
έφυγα απ’τον παράδεισο εσένανε ζητώντας
δικό σου,ήτανε γραφτό,να 'μαι αερικό...

Η υποκρίτρια...


Εσύ που άδειασες φιλιά και αγκαλιές
σ’ένα τραπέζι που τα πόδια του δεν στέκουν
γιατί ζητάς να χαλαρώσουν οι θηλειές
τώρα που δίχτυα τα αισθήματα,σου μπλέκουν...


Εσύ που τόσο αγαπούσες τη σιωπή
τώρα τι ψάχνεις μουσικές να σου μιλάνε
γεννά ο έρωτας στα χέρια σου ντροπή
και στο σκοτάδι οι σκιές σε συζητάνε...


Εσύ που πάντοτε κοιτούσες σκεφτική
όνειρα στρώνοντας κρεβάτι να ξαπλώσεις
μα σε τραβούσε υστερικά η λογική
μήπως την άσπρη φορεσιά σου κηλιδώσεις...


Εσύ λοιπόν που ζεις μιας άλλης τη ζωή
ξέρεις τι είσαι και καθόλου μη γελιέσαι
μια Υποκρίτρια σπουδαία μα φτηνή
που για αθώα στους αθώους θα περνιέσαι...

Ξεβάψανε οι έρωτες...


Ξεβάψανε οι έρωτες κι ας θες να τους θυμάσαι,
τίποτα δεν απέμεινε δικό τους ν’αγαπάς
μόνο σκιές μισόσβηστες που σκύβουν σαν κοιμάσαι
και ψυθιρίζουν θελτικά κοντά τους για να πας...

Τότε ανασαίνεις μυρωδιές και λόγια πυρωμένα
που μόνο κάποιος εραστής τόλμησε να τα πεί
κι όπως αγγίζεις το κορμί σιγά μα αγριεμένα
εκείνη σου κρυφογελά κι αρνιέται να ντραπεί...

Αλήθεια ποιάς το άγγιγμα σημάδεψε τη μνήμη
και ποιάς η φλόγα να’καψε τα φύλλα της καρδιάς
ποιά δύναμη να ημέρεψε του έρωτα τ’αγρίμι
και ποιά τραγούδι έπλεξε της ακροθαλασσιάς;

Ταξίδι κάνει η σκέψη σου εκεί που σβήσαν τ’άστρα
εκεί που δεν ξεχάστηκε το χθές και σ’οδηγεί
σε πόθους και σε θύελλες,σ’αμμοκτισμένα κάστρα
σ’αγάπες που δεν πάτησαν τα πόδια τους στη γη...

Μεσοπέλαγα...



Γκρίζαρε ο ορίζοντας και πήρε να νυχτώσει,
αργά θολώνει η θάλασσα και εκείνα π’αγαπώ.
Ανάμνηση άραγε γλυκειά,ποιά θα ‘ρθει να με σώσει
όμορφα λόγια να μου πει και τέτοια να της πώ...

Καμιά δεν θα’ρθει να με βρεί,ούτε καμιά με ξέρει
γιατί ποτέ δεν άφησα κοντά μου να σταθούν
μόνο μιλούσα για υγρά δρομάκια που τ’αγέρι
τα κάνει να ταράζονται δίχως να φοβηθούν...

Μα τι ειν’αυτό αληθινά που τόσο με παιδεύει
και έχω το αίμα γαλανό, το δάκρυ αλμυρό...
Τι ειν’αυτό που ιώδιο κι αύρες κρυφές γυρεύει,
σαν τρελαμένος που κινά ταξίδι νοερό!

Μ’ένα σκαρί που δεν λογά φουρτούνες ούτε μπόρες
δέρνομαι μεσοπέλαγα μα ‘χω καλό σκοπό
ψάχνω για τις χαμένες μου του έρωτα τις ώρες
και του καιρού τ’ανοίγματα γυρεύω για να μπώ...